Οι σιελογόνοι αδένες εντοπίζονται στη στοματική κοιλότητα και είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή και έκκριση σιέλου (σάλιου). Διακρίνονται μάλιστα σε μείζονες, οι οποίοι χωρίζονται περαιτέρω στις δύο παρωτίδες, τους δύο υπογνάθιους και τους δύο υπογλώσσιους αδένες, και στους ελάσσονες. Η παρωτίδα συνιστά τον μεγαλύτερο εκ των σιελογόνων αδένων και εντοπίζεται μπροστά και ακριβώς κάτω από το αυτί, διαδραματίζοντας κυρίαρχο ρόλο στην παραγωγή σάλιου και κατά συνέπεια στην υποβοήθηση της πέψης και τη διατήρηση της συνολικής στοματικής υγείας. Αν και ιδιαίτερα χρήσιμη, δυστυχώς κι αυτή δεν είναι άθικτη από «προσβολές», οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα και την ορθή λειτουργία της. Οι «προσβολές» αυτές μπορεί να είναι από λοιμώξεις έως όγκους. Οι όγκοι της παρωτίδας σχηματίζονται στους ιστούς των παρωτιδικών αδένων και είναι σχετικά ασυνήθιστοι. Παρά το γεγονός ωστόσο ότι είναι ασυνήθιστοι, αποτελούν τον πιο κοινό τύπο όγκων των σιελογόνων αδένων, αντιπροσωπεύοντας οκτώ στις δέκα περιπτώσεις. Οι όγκοι αυτοί μπορεί να είναι είτε καλοήθεις είτε κακοήθεις. Όπως γίνεται αντιληπτό, η φύση του όγκου (καλοήθης ή κακοήθης) ορίζει τόσο την κλινική του εικόνα, όσο και το θεραπευτικό σχέδιο που θα εφαρμοστεί.
Πού οφείλονται οι όγκοι παρωτίδας;
Το ακριβές αίτιο που κρύβεται πίσω από την ανάπτυξη όγκων παρωτίδας είναι γενικά άγνωστο. Ωστόσο, έχουν προταθεί αρκετοί παράγοντες κινδύνου που πιστεύεται πως ευθύνονται για το σχηματισμό τόσο καλοήθων όσο και κακοήθων όγκων. Αρχικά, τυχόν γενετικές μεταλλάξεις και χρωμοσωμικές ανωμαλίες έχουν συσχετιστεί με την ανάπτυξη όγκων των σιελογόνων αδένων. Ένας επιβεβαιωμένος ωστόσο παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση όγκων παρωτίδας είναι η έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία. Τα άτομα που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία, ιδίως για την καταπολέμηση κακοηθειών της κεφαλής και του τραχήλου, ή που έχουν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα περιβαλλοντικής ακτινοβολίας, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης όγκων παρωτίδας. Επίσης, ορισμένες ιογενείς λοιμώξεις, ιδίως η λοίμωξη από τον ιό Epstein-Barr (EBV), έχουν συσχετιστεί με την ανάπτυξη όγκων των σιελογόνων αδένων, ιδίως σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα. Η έκθεση ταυτόχρονα σε ορισμένες καρκινογόνες ουσίες, όπως οι ενώσεις νικελίου, ο αμίαντος και η φορμαλδεΰδη, έχει προταθεί ως παράγοντας κινδύνου για κακοήθεις όγκους του παρωτιδικού αδένα. Επιπλέον, ανθυγιεινές συνήθειες όπως το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, αν και σχετίζονται περισσότερο με την εμφάνιση κακοηθειών της κεφαλής και του τραχήλου γενικά, μπορεί επίσης να συμβάλλουν στην ανάπτυξη όγκων παρωτίδας.
Ταξινόμηση παρωτιδικών όγκων
Οι όγκοι παρωτίδας μπορούν να ταξινομηθούν ως καλοήθεις ή κακοήθεις. Η πλειονότητα (περίπου 75-80%) των παρωτιδικών όγκων είναι καλοήθεις και διακρίνονται περαιτέρω σε πλειόμορφο αδένωμα ή µεικτός όγκος (αντιπροσωπεύει περίπου το 60-70% όλων των όγκων παρωτίδας) και τον όγκο του Warthin ή κυσταδενολέµφωµα. Άλλοι καλοήθεις όγκοι των σιελογόνων αδένων του επιθηλίου είναι τα ογκοκυττώµατα, τα κυσταδενώµατα, τα σµηγµατογόνα αδενώµατα, τα καναλιώδη αδενώµατα, τα λεµφαδενώµατα, τα µυοεπιθηλιώµατα και τα βασικοκυτταρικά αδενώµατα. Οι πιο κοινοί τύποι κακοήθων όγκων παρωτίδας είναι το βλεννοεπιδερμοειδές καρκίνωμα και το αδενοειδές κυστικό καρκίνωμα.
Συμπτώματα που προκαλούν οι όγκοι παρωτίδας
Η φύση των παρωτιδικών όγκων (καλοήθεις ή κακοήθεις), υπαγορεύει γενικά και την κλινική εικόνα. Οι καλοήθεις όγκοι παρωτίδας εκδηλώνονται αρχικά με την εμφάνιση μιας αργά αναπτυσσόμενης, ανώδυνης μάζα στην περιοχή της παρωτίδας. Καθώς ο όγκος μεγαλώνει, μπορεί να προκαλέσει ορατό πρήξιμο και ασυμμετρία στο πρόσωπο. Επίσης, οι καλοήθεις όγκοι συνήθως περιβάλλονται από κάψα, με αποτέλεσμα να μπορούν να μετακινούνται ελαφρώς κάτω από το δέρμα ενώ οι κακοήθεις είναι καθηλομένοι.
Οι κακοήθεις όγκοι παρωτίδας από την άλλη πλευρά χαρακτηρίζονται από πιο έντονη κλινική εικόνα. Αρχικά, συνήθως προκαλούν πόνο λόγω της διήθησης των γύρω ιστών, συμπεριλαμβανομένων των νεύρων. Επίσης, εξαιτίας του γεγονότος ότι το προσωπικό νεύρο διέρχεται από την παρωτίδα, ένας καρκινικός όγκος στη συγκεκριμένη περιοχή μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία ή παράλυση των μυών στη μία πλευρά του προσώπου. Το σύμπτωμα αυτό μάλιστα αποτελεί κυρίαρχη ένδειξη κακοήθειας. Παράλληλα, σε αντίθεση με τους καλοήθεις όγκους, οι κακοήθεις παρουσιάζουν ταχεία ανάπτυξη και μπορεί να προκαλέσουν διείσδυση στο υπερκείμενο δέρμα. Τέλος, μπορεί να εμφανιστεί διόγκωση των λεμφαδένων στον τράχηλο σε περιπτώσεις μετάστασης του όγκου.
Θεραπεία παρωτιδικών όγκων
Η θεραπεία των όγκων του παρωτιδικού αδένα εξαρτάται από τον τύπο, το μέγεθος του όγκου και το αν είναι καλοήθης ή κακοήθης. Καθώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν µπορεί να αποκλειστεί η κακοήθεια ή η εξαλλαγή σε κακοήθεια στην προεγχειρητική φάση, η θεραπεία εκλογής των όγκων του παρωτιδικού αδένα, είναι χειρουργική. Η πιο συχνή χειρουργική προσέγγιση για καλοήθεις όγκους, περιλαμβάνει την αφαίρεση του επιφανειακού (επιπολής) λοβού του παρωτιδικού αδένα με διατήρηση του προσωπικού νεύρου. Σε περιπτώσεις ωστόσο όπου ο όγκος επηρεάζει και τους δύο λοβούς, απαιτείται ολική (εν τω βάθει) αφαίρεση του παρωτιδικού αδένα. Αυτή η επέμβαση έχει μεγαλύτερο κίνδυνο βλάβης του προσωπικού νεύρου, συνεπώς απαιτείται απόλυτη προσοχή και μεγάλη εμπειρία του Χειρουργού ΩΡΛ που θα την πραγματοποιήσει. Σε περιπτώσεις κακοήθειας όπου εμπλέκεται το προσωπικό νεύρο, μπορεί να απαιτηθεί ειδική αποκατάσταση για την επαναφορά της λειτουργίας του προσώπου. Εάν ο όγκος παρωτίδας είναι κακοήθης, εφαρμόζονται πρόσθετες θεραπείες όπως η ακτινοθεραπεία ή η χημειοθεραπεία. Σε κάθε περίπτωση, ο Χειρουργός ΩΡΛ στην Αθήνα και την Ήπειρο, Dr. Πέτρος Λίτος, αντιμετωπίζει χειρουργικά τους όγκους παρωτίδας όποτε κρίνεται αναγκαίο, έχοντας ως σκοπό την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων.